Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Μάθετε για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της Ευρώπης


του Δημήτρη Γ. Τσιμπανούλη*
Στην τελευταία Διάσκεψη Κορυφής της Ευρωζώνης τέθηκε για πρώτη φορά στην πολιτική αρένα με πειστικό τρόπο το θέμα του «φαύλου κύκλου», όπως αναφέρεται στη σχετική Δήλωση, που προκύπτει από τη σύνδεση δημόσιου και τραπεζικού χρέους: Αφότου θεσπισθεί ενιαίος εποπτικός μηχανισμός για τις τράπεζες στην ευρωζώνη, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα γίνεται άμεσα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ) και όχι, όπως μέχρι τώρα, έμμεσα, μέσω του χρηματοδοτούμενου από την ΕΕ κράτους μέλους.
Ο εφαρμοζόμενος μέχρι τώρα τρόπος χρηματοδότησης των προβληματικών κρατών μελών είναι σημαντικός ανασχετικός παράγοντας στην επίλυση της κρίσης στην Ευρωζώνη και μια από τις κύριες αιτίες της διαφαινόμενης ή πιθανής καταδίκης σε αποτυχία των μέχρι τούδε μέτρων οικονομικής στήριξης.
Κι αυτό γιατί βασιζόταν στη διχαστική νοοτροπία «εμείς» (τα υγιή κράτη) κι «εσείς» (το προβληματικό κράτος-μέλος): Για να σας βοηθήσουμε σας δανείζουμε, δεν επενδύουμε στη χώρα σας. Σας δίνουμε, δηλαδή, ξένα (όχι ίδια!) κεφάλαια, που, βεβαίως, πρέπει να μας τα επιστρέψετε. Για να το πετύχετε, όμως, αυτό πρέπει να πάψετε να είστε ελλειμματικοί και να περιορίσετε το δημόσιο χρέος. Κι αυτό είναι αποκλειστικά δική σας ευθύνη και απαιτούνται αυστηρά μέτρα λιτότητας.
Διαπιστώθηκε, όμως, ότι η λιτότητα οδηγεί σε ύφεση, που συνιστά τη συνταγή της αποτυχίας. Τότε πέρασε στο προγραμματικό μενού και η «ανάπτυξη». Ως ευχολόγιο, όμως, αόριστο, που ήταν και θα παραμείνει γράμμα κενό όσο στο ρίσκο των επενδύσεων στο προβληματικό κράτος μέλος, για τις οποίες όλοι ανέξοδα υπερθεματίζουν – το ξέρουμε καλά πως ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν επιτυγχάνεται –, δεν συμμετέχουν και οι υγιείς ευρωπαίοι εταίροι και χρηματοδότες.
Η εφαρμοζόμενη μορφή χρηματοδότησης των προβληματικών κρατών-μελών της Ευρωζώνης ήταν η κυριότερη αναπτυξιακή τροχοπέδη, γιατί στερούσε κάθε προοπτική «συμπάθειας» και ταύτισης συμφερόντων μεταξύ των ισχυρών (χρηματοδοτούντων) και των ασθενών (χρηματοδοτούμενων) κρατών, που αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης.
Αυτή λοιπόν είναι η τομή, η ρηξικέλευθη πρόταση της Διάσκεψης Κορυφής της 29ης Ιουνίου, που συνιστά και την ειδοποιό διαφορά στην μέχρι τούδε πολιτική της Ευρωζώνης: η ουσιαστικώς εξαγγελλόμενη συμμετοχή της Ευρωζώνης ως επενδυτή στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που την αναγκάζει να νοιαστεί πραγματικά για την ανάπτυξη και να αποστεί της παλιάς υποκριτικής στάσης του δήθεν αμέτοχου θεατή που νίπτει τας χείρας του, αφήνοντας την ανάκαμψη στα αδύναμα χέρια του κάθε προβληματικού κράτους μέλους, καταδικασμένη δηλαδή σε αποτυχία.
Όχι μόνον επειδή με την άμεση ευρωπαϊκή χρηματοδότηση δεν θα αυξάνεται το δημόσιο χρέος του κράτους μέλους, αλλά και επειδή θα υπάρξει για πρώτη φορά ταύτιση συμφερόντων των κρατών της Ευρωζώνης που επενδύουν με τα συμφέροντα του προβληματικού κράτους, που είναι ο αποδέκτης της οικονομικής βοήθειας. Αν έλθει ανάπτυξη στο κράτος αυτό, θα δημιουργηθούν και οι προοπτικές της «αποεπένδυσης» χωρίς ζημιές για τους επενδυτές, δεν θα χαθούν δηλαδή τα χρήματα των φορολογούμενων των κρατών που χρηματοδοτούν, φόβος που, δικαίως ως ένα βαθμό, επισείεται ως αντικίνητρο για τα μέτρα αλληλεγγύης.
Αυτή η κοινότητα συμφερόντων αποτελεί την καλύτερη δυνατή συνταγή επιτυχίας, αφού δημιουργεί πραγματικές προοπτικές ανάπτυξης. Θα αναγκάσει την Ευρωζώνη, ίσως για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης του δημόσιου χρέους των κρατών μελών της, να λειτουργήσει με όρους αγοράς για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κάτι που δεν έπραξε μέχρι σήμερα.
Θα κληθεί δηλαδή να λάβει ουσιαστικά μέτρα για την ανάπτυξη των κρατών που χρηματοδοτούνται, γιατί αυτά τα μέτρα συμβαδίζουν απόλυτα με το συμφέρον και των ισχυρών κρατών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να έχει βεβαίως – και είναι απολύτως λογικό αυτό – αποφασιστικότερο ρόλο στα οικονομικά των κατ’ ιδίαν κρατών. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας τρομάζει.
Γιατί δεν γίνονται σήμερα επενδύσεις και γιατί δεν προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις στα προβληματικά κράτη; Επειδή όσο υπάρχει ο νομισματικός κίνδυνος στις προβληματικές περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης και όσο λείπουν οι προοπτικές ανάκαμψης, δεν τις πλησιάζει κανείς επενδυτής. Αντίθετα, μάλιστα, οι καταθέτες φεύγουν από τις τράπεζές τους και συσσωρεύουν τις καταθέσεις τους στις τράπεζες των ισχυρών κρατών (ενισχύοντας και την οικονομία τους).
Έτσι, όμως, επιδεινώνεται η κατάσταση και βαθαίνει η ύφεση: μεγαλώνει η ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών των προβληματικών κρατών, λείπουν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση του επιχειρηματικού τομέα και επιτείνεται ο φαύλος κύκλος. Οι ίδιες οι τράπεζες δεν τολμούν, εξάλλου, να ρευστοποιήσουν τις εμπράγματες ασφάλειες που διαθέτουν, επειδή φοβούνται ότι θα επιδεινώσουν κι άλλο τα – τραγικά – οικονομικά τους αποτελέσματα και θα οδηγήσουν σε περαιτέρω πτώση τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν ως ασφάλεια, π.χ. των ακινήτων, επιτείνοντας την ύφεση. Έτσι συντηρούν την κατάσταση της βαλτωμένης οικονομίας, και ο χορός καλά κρατεί.
Από τη Διάσκεψη Κορυφής της Ευρωζώνης προέκυψαν τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα για την επίλυση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Βασίζονται στη δημιουργία της προοπτικής κοινότητας συμφερόντων των κρατών-μελών κατά το σχεδιασμό του μηχανισμού αντιμετώπισης της κρίσης. Για να καταπολεμηθεί η Λερναία Ύδρα αφενός του ανατροφοδοτούμενου με όρους φαύλου κύκλου δίπολου «δημόσιο χρέος και τραπεζική κρίση» και αφετέρου της ύφεσης ως αποτελέσματος των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, απαιτούνται ρεαλιστικές προϋποθέσεις ανάκαμψης.
Τα μέτρα δεν μπορεί να είναι μόνον εθνικά, γιατί έτσι αγνοούνται προκλητικά οι πραγματικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης. Πρέπει να βασίζονται σε όρους αγοράς, έχοντας ως βάση τον επιμερισμό σε όλα τα κράτη μέλη του κινδύνου στις επενδύσεις που απαιτούνται. Κι αυτό όχι μόνον χάριν της αλληλεγγύης των κρατών μελών, αλλά ως όρος αποτελεσματικής ενεργοποίησης και οικονομικής επιτυχίας των μέτρων. Γιατί η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, η ελεύθερη οικονομία και οι κανόνες της δεν είναι μόνον για την υποστήριξη των επιχειρηματιών.
Ας γίνει κατανοητό πως οι μηχανισμοί της αγοράς επιβάλλεται να χρησιμοποιούνται με διορατικότητα και ευφυΐα προς αντιμετώπιση και των πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων.
Δεν νοείται νομισματική ένωση χωρίς κοινή οικονομική πολιτική και κοινότητα συμφερόντων των κρατών-μελών στα μέτρα για την καταπολέμηση της κρίσης. Απομένει, λοιπόν, η χώρα μας, λαμβάνοντας και τα απαραίτητα εσωτερικά διαρθρωτικά μέτρα, να μπορέσει επιτέλους να αρθρώσει υπεύθυνο λόγο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθιστάμενη σοβαρός συνομιλητής και συμπαραστάτης στον αγώνα των χωρών του Νότου για πραγματική ανάπτυξη και προώθηση της Ευρωπαϊκής Ιδέας.

* Ο Δ. Τσιμπανούλης είναι Δικηγόρος, Διδάκτορας Νομικής του Παν/μίου της Φρανκφούρτης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου